τεχνουργία

τεχνουργία
η, ΝΜΑ [τεχνουργός]
τεχνούργημα
νεοελλ.
η κατασκευή περίτεχνων δημιουργημάτων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • τεχνουργία — τεχνουργίᾱ , τεχνουργία fem nom/voc/acc dual τεχνουργίᾱ , τεχνουργία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνουργίᾳ — τεχνουργίᾱͅ , τεχνουργία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνουργία — η 1. τεχνική εργασία. 2. κατασκευή έργου τέχνης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τεχνουργίας — τεχνουργίᾱς , τεχνουργία fem acc pl τεχνουργίᾱς , τεχνουργία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνουργίαν — τεχνουργίᾱν , τεχνουργία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τεχνουργίαις — τεχνουργία fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λεπτοτεχνουργία — λεπτοτεχνουργία, ἡ (Μ) περίτεχνη επεξεργασία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + τεχνουργία (< τεχνουργός) …   Dictionary of Greek

  • τεχνουργικός — ή, ό αυτός που σχετίζεται με την τεχνουργία (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”